- ψαυκροπόδης
- ψαυκροπόδηςswift-footedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψαυκροπόδης — ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, ουν, Α 1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδα κουφόποδα, ἄκροις τοῑς ποσὶ ψαύοντα»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + πόδης / πους (πρβλ. σκιρτο πόδης)] … Dictionary of Greek